ἑλμίνθια

ἑλμίνθια
ἑλμίνθιον
little worm
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ελμινθία — (helminthia). Γένος φυτών γνωστών με την κοινή ονομασία αγριοζοχός. Ανήκει στην οικογένεια των συνθέτων και είναι μονοετής, όρθια, διακλαδισμένη πόα ύψους, 0,20 1 μ., με τραχιά φύλλα. Τα άνθη της είναι κίτρινα και ο καρπός της αχαίνιο, κίτρινο με …   Dictionary of Greek

  • ἑλμινθιάσασα — ἑλμινθιά̱σᾱσα , ἑλμινθιάω suffer from worms aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηπίδα — Όρος της ωκεανογραφίας που περιγράφει την υποθαλάσσια ζώνη του βυθού των θαλασσών. Η θαλάσσια κ. φτάνει σε βάθος 200 μ. Η μορφή της επιφάνειας της ηπειρωτικής κ. οφείλεται κυρίως σε ενέργειες σημειούμενες σε περιόδους κατά τις οποίες η στάθμη της …   Dictionary of Greek

  • ζοχός, άγριος — Φυτό της οικογένειας των συνθέτων. Η επιστημονική ονομασία του είναι ελμίνθια εχιδιοειδής (helminthia echioides) και ουρόσπερμα το πικριδιοειδές (urospermum picroides). Πρόκεται για μονοετή πόα, με βλαστό ύψους 10 40 εκ., όρθια και διακλαδισμένη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”